φιρμάνι — και φερμάνι, το, Ν 1. (στους μουσουλμάνους) διάταγμα τού σουλτάνου 2. συνεκδ. η άδεια που παρέχεται με το παραπάνω διάταγμα 3. φρ. «βγάζω φιρμάνι» εκδίδω αυθαίρετη απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ferman] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Πάφου (Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1983 και φιλοξενείται από το 1989 στην ανατολική πτέρυγα της Αρχιεπισκοπής (οδός Αγίου Θεοδώρου). Μετά το Βυζαντινό Μουσείο της Λευκωσίας είναι το δεύτερο σπουδαιότερο στο είδος του μουσείο της Κύπρου. Η μεγάλη αίθουσα αριστερά της… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
ιραδές — ο έγγραφη διαταγή τού σουλτάνου που κοινοποιούσε ο μεγάλος βεζίρης στον λαό, φιρμάνι, φετφάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. irade] … Dictionary of Greek
φερμάνι — το, Ν βλ. φιρμάνι … Dictionary of Greek
Αλέξης, Νικολάκης — (1761 – 1818). Ιερέας και πατριώτης από το χωριό Μαγουλά του Λασιθίου Κρήτης. Διακρίθηκε στον αγώνα των Λασιθιωτών εναντίον του Χανιανλή, Τούρκου που επιδίωξε να σφετεριστεί το οροπέδιο του Λασιθίου ως ατομικό φέουδο. Συμμετείχε μάλιστα σε… … Dictionary of Greek
Αλιτούρι — Οχυρή τοποθεσία κοντά στον Μελιγαλά, όπου έγιναν σκληρές μάχες κατά τον διωγμό των κλεφτών από τον πασά της Πελοποννήσου Σαΐτ Οσμάν και τον Κεχαγιάμπεη (1806). Στον διωγμό αυτό, που έγινε από Τούρκους και Έλληνες ύστερα από φιρμάνι του σουλτάνου… … Dictionary of Greek
Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… … Dictionary of Greek
Ιμπραήμ πασάς — (Καβάλα 1789 – Κάιρο 1848). Αλβανός στρατηγός, αντιβασιλιάς της Αιγύπτου. Γιος του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου από τον γάμο του με μια πλούσια χήρα, θεωρείται από τα σημαντικότερα πρόσωπα στην ιστορία της Αιγύπτου κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. Τον … Dictionary of Greek
Κυδωνίες — I Η ελληνική ονομασία της μικρασιατικής πόλης Αϊβαλί (τουρκ. Ayvalik, 34.500 κάτ. το 2000) στην επαρχία της Τουρκίας Μπαλικεσίρ, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αι. από αποίκους της Λέσβου. Έπειτα από επιτυχείς προσπάθειες… … Dictionary of Greek